- διακομιστής
- ο (AM διακομιστής) [διακομίζω]αυτός που μεταφέρει επιστολές, έγγραφα, μηνύματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηλεκτρονικό ταχυδρομείο — (e mail). Πρόκειται για ένα σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων και αρχείων σε ηλεκτρονική μορφή μέσω υπολογιστών ευρισκομένων σε τοπικά ή ευρείας περιοχής δίκτυα. Η μεγάλη διάδοση και χρήση του Ίντερνετ βοήθησε πολύ στην καθιέρωση του η.τ., καθώς δίνει … Dictionary of Greek